ετερόκοιλος

ετερόκοιλος
-η, -ο
1. αυτός που είναι κοίλος από τη μία πλευρά («ετερόκοιλο νόμισμα»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ετερόκοιλοι
ασβεστόσπογγοι τών οποίων οι παραγαστρικές κοιλότητες έχουν επένδυση από πλακώδη κύτταρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + κοίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Παν. Καββαδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”